- τριηριτεύω
- τριηριτεύω, ein τριηρίτης sein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριηριτεύω — και, εσφ. γρφ., τριηρετεύω Α [τριηρίτης] είμαι τριηρίτης* … Dictionary of Greek
τριηριτεύειν — τριηριτεύω row in a trireme pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηρετεύω — Α (εσφ. γρφ.) βλ. τριηριτεύω … Dictionary of Greek